ξεσαμαρώνω

ξεσαμαρώνω
μετ. развьючивать, рассёдлывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξεσαμαρώνω" в других словарях:

  • ξεσαμαρώνω — ξεσαμαρώνω, ξεσαμάρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεσαμαρώνω — 1. βγάζω το σαμάρι από το υποζύγιο 2. μέσ. ξεσαμαρώνομαι α) (για υποζύγιο) μού πέφτει το σαμάρι, μένω χωρίς σαμάρι β) (για πρόσ.) χάνω κάθε ηθικό φραγμό, εκτραχηλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σαμαρώνω] …   Dictionary of Greek

  • αποσάττω — ἀποσάττω (Α) 1. αφαιρώ το σαμάρι, ξεσαμαρώνω 2. παραφορτώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεσαμάρωμα — το [ξεσαμαρώνω] αφαίρεση τού σαμαριού από το υποζύγιο …   Dictionary of Greek

  • ξεσαμάρωτος — η, ο [ξεσαμαρώνω] 1. (για υποζύγιο) αυτός που δεν έχει σαμάρι 2. μτφ. (για πρόσ.) αναίσχυντος, αδιάντροπος, ξετσίπωτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»